- εκσκωριάζω
- 1. μετ. очищать от ржавчины;2. αμετ. разминаться, делать разминку
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εκσκωριάζω — καθαρίζω την επιφάνεια ενός μετάλλου από τη σκουριά, ξεσκουριάζω … Dictionary of Greek